υποδικία

υποδικία
η положение подсудимого, обвиняемого, подследственного

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υποδικία" в других словарях:

  • υποδικία — η 1. το να είναι κανείς υπόδικος: Η υποδικία δημιουργεί ψυχολογική αναστάτωση. 2. το χρονικό διάστημα που κάποιος είναι υπόδικος: Υποδικία έξι μηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποδικία — η, Ν 1. η κατάσταση τού υποδίκου 2. ο χρόνος κατά τον οποίο είναι κάποιος υπόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»